- ἀληθινῶς
- ἀληθινόςagreeable to truthadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
ՃՇՄԱՐՏԱՏԵՍ — ( ) NBH 2 0184 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c, 14c ա. ἁληθινῶς ὀρών vere videns. Տեսօղ կամ գիտակ ճշմարտութեան. եւ Ստուգապէս տեսօղ. տեսանօղ, մարգարէ. եւ Անաչառ կամ նրբատես. *Ասէ այրն ճշմարտատես. Թուոց. ՟Ի՟Դ. 4. 15:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)